Καλή Περιήγηση!

Κριεκούκης Κωνσταντίνος



Δύπνησε με το λίκνισμα του νερού. Το κατάστρωμα ήταν γεμάτο μορφές που γελούσαν, τραγουδούσαν, ψιθύριζαν. Κανείς δεν του εξήγησε πώς βρέθηκε εκεί· όλοι συμπεριφέρονταν σαν να τον περίμεναν.

Στην πρύμνη, ένας πίνακας: ονόματα και ρόλοι. Ο Αμφισβητίας, Η Μνήμη, Ο Κλόουν, Η Φωνή της Γέφυρας...
Και στο τέλος, γραμμένο με μαύρη μπογιά:
Ο Πρωταγωνιστής (εν αγνοία του).

Δεν θυμόταν να είχε ζητήσει κάτι τέτοιο. Το πλοίο, ωστόσο, έμοιαζε να κινείται όχι προς κάποιο λιμάνι, αλλά προς κάτι μέσα του. Κάθε κύμα ήταν σκέψη, κάθε άνεμος μια ανάμνηση που ήθελε να ξεχαστεί.

Όταν ρώτησε ποιος τον έφερε, ο ουρανός σκοτείνιασε. Η Καταιγίδα της Αλήθειας ξέσπασε: τα ονόματα έσβηναν ένα-ένα ώσπου έμεινε μόνο το δικό του.
Μια φωνή — βαθιά, αργή, γνώριμη — απάντησε από τα έγκατα του πλοίου:
«Εσύ. Όταν άρχισες να ρωτάς.»

Κι ύστερα, σιωπή.
Όταν ξύπνησε, δεν υπήρχε πια θάλασσα — μόνο ένα απέραντο λευκό, κι ένα πλοίο αγκυροβολημένο στο κενό. Άδειο. Ή σχεδόν άδειο· πάνω στο τιμόνι ήταν χαραγμένα λόγια:
«Η τρέλα ήταν το εισιτήριο. Η αλήθεια είναι ο προορισμός.»

Κατάλαβε τότε: η τρέλα δεν ήταν φυλακή· ήταν το πέρασμα. Το πλοίο ταξίδευε μέσα του, κουβαλώντας όλους τους εαυτούς που είχε απαρνηθεί.

Έπιασε το τιμόνι, χωρίς χάρτη, χωρίς ρόλο, χωρίς θεατές.
Χαμογέλασε και ψιθύρισε:
«Ίσως να μην υπάρχει στεριά. Κι αυτό να είναι το νόημα.»

Το πλοίο — ή ο νους του — συνέχισε να ταξιδεύει ήρεμα, μακριά από κάθε βεβαιότητα, προς το άπειρο που αρχίζει μέσα μας.