
Μια νοσταλγία για την εποχή που όλα έμοιαζαν πιο απλά, πιο φωτεινά, πιο αγνά — όχι επειδή ήταν, αλλά επειδή εμείς δεν είχαμε ακόμη μάθει να βλέπουμε τις σκιές πίσω από το φως.
Αυτή η μεταμόρφωση είναι η σιωπηλή μελωδία της ωρίμανσης· το αργό, ανεπαίσθητο πέρασμα από τον διάφανο ενθουσιασμό της πρώτης ματιάς στη σύνθετη πολυφωνία της επίγνωσης. Η γνώση μάς χαρίζει βάθος — όμως κάθε βάθος κουβαλά και το βάρος του. Μας προσφέρει διορατικότητα, αλλά ζητά ως αντάλλαγμα κάτι από την αθωότητά μας.
Ίσως τελικά η σοφία να μην βρίσκεται μόνο στη συσσώρευση πληροφορίας ή εμπειρίας, αλλά στην ικανότητα να αφήνουμε χώρο μέσα μας για εκείνη την «αφελή» ματιά — την καθαρή, άδολη περιέργεια που βλέπει τα πάντα σαν θαύμα. Να μπορούμε, έστω για μια στιγμή, να κοιτάξουμε ξανά τον ουρανό όπως τότε — σαν να είναι η πρώτη φορά.


